- κατακτᾶσθαι
- κατακτάομαιget for oneselfpres inf mpκατακτάομαιget for oneselfpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακτώ — (Α κατακτώμαι, άομαι) 1. αποκτώ κάτι με κόπους και προσπάθειες ή με την ικανότητά μου (α. «κατέκτησε με αγώνες την εξουσία» β. «ἀρετὴν κατακτώμενοι», Θουκ.) 2. προσελκύω προς το μέρος μου, κερδίζω την εύνοια κάποιου (α. «τόν κατέκτησε με τον… … Dictionary of Greek